κεντρίτης

κεντρίτης
κεντρίτης, ὁ (Α) [κέντρον]
1. ως επίθ. αγκαθωτός («κάλαμος κεντρίτης», πάπ.)
2. είδος δηλητηριώδους φιδιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεντρίτην — κεντρίτης prickly masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ботан (река) — Ботан Botan Долина реки Ботан Характеристика Длина …   Википедия

  • καλαμοκεντρίτις — καλαμοκεντρῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) πάπ. (ενν. γη) τόπος κατάφυτος από ακανθώδη φυτά, από αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κεντρίτης «ακανθωτός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”